- σφίγγω
- ΝΜΑ1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.)2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν οἰκουμένην», Αριστοτ.)3. δένω δυνατά («σφίξε καλά τον σπάγγο»)4. κάνω κάτι λιγότερο πλαδαρό, συμπυκνώνω, πήζωνεοελλ.1. πιέζω κάποιον ή κάτι επώδυνα, στενεύω («μέ σφίγγει η ζώνη μου»)2. συνάπτω ή συναρμόζω κάτι στερεά ώστε να μην είναι χαλαρό («σφίξε καλά τη βρύση»)3. συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι», Ερωτόκρ.)4. ασκώ ψυχολογική πίεση σε κάποιον και τόν αναγκάζω να υποχωρήσει («αν τόν σφίξεις λίγο περισσότερο, θα σού τά ομολογήσει όλα»)5. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση («τόν έσφιξε η ανάγκη»)6. χτυπώ κάποιον, ιδίως με κλεισμένη την παλάμη τού χεριού («τού έσφιξε μία και τόν ζάλισε»)7. (σχετικά με οινοπνευματώδη ποτά) πίνω («σφίξανε δύο κονιάκ για να ζεσταθούν»)8. (αμτβ.) α) γίνομαι στερεότερος ή πυκνότερος (α. «έσφιξε η πόρτα» β. «έσφιξε το σιρόπι»)β) παθαίνω δυσκοιλιότηταγ) εντείνομαι, γίνομαι αφόρητος (α. «έσφιξαν τα κρύα» β. «έσφιξαν οι ζέστες»)9. μέσ. σφίγγομαια) πιέζω το σώμα μου, όπως π.χ. με στηθόδεσμο, με κορσέ, με ζώνηβ) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου («σφίξου λίγο και θα τά καταφέρεις»)γ) (για άτομο που αποπατεί) τανιέμαι10. φρ. α) «σφίγγω τα λουριά σε κάποιον» — περιορίζω κάποιον, θέτω κάποιον υπό αυστηρό έλεγχοβ) «σφίγγω το ζωνάρι μου»i) μένω νηστικός, δεν χορταίνωii) κάνω αιματηρές οικονομίεςγ) «σφίγγεται η καρδιά μου» ή «σφίγγει η καρδιά μου» — κυριεύομαι από συναίσθημα οίκτουδ) «σφίγγω την καρδιά μου» — καταπνίγω το συναίσθημα που μέ κυριεύειε) «σού σφίγγω το χέρι»i) σέ χαιρετίζω με εγκάρδια χειραψίαii) σέ συγχαίρωμσν.-αρχ.συνθλίβω, συμπιέζωαρχ.1. δένω μαζί σε έναν σάκο («καὶ ἔσφιγξαν καὶ ἠρίθμησαν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθεν ἐν οἴκῳ κυρίου», ΠΔ)2. φρ. α) «σφίγγω στραγγαλίδας» — εγείρω κάθε είδους δυσκολίες (Φερεκρ.)β) «σφίγγω τὴν φράσιν» — περικόπτω τον λόγο (Πλούτ.)γ) «σφίγγω τον λόγον» — τηρώ αναγκαστική σιγή (Πλούτ.)δ) «σφίγγω πύλας» — κλείνω τις πύλες (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., με έρρινο σύμφωνο, άγνωστης ετυμολ. Οι τ. τού ρ. και τα παράγωγα χωρίς έρρινο σύμφωνο (πρβλ. ἔσφιγμαι, σφίγμα, ἀπό-σφιξις) είναι δευτερογενείς. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι το ρ. συνδέεται με τα σπιδής «εκτεταμένος», σπίδιος, σπιθαμή (βλ. λ. σπίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.